- λιτρισμός
- λιτρισμός, ὁ (ΑM) [λιτρίζω]ο υπολογισμός ή η μέτρηση ενός βάρους σε λίτρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιτρισμόν — λιτρισμός delivery by weight masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)